- επισείω
- (AM ἐπισείω) [σείω]σείω, κουνώ κάτι εναντίον κάποιου, κυρίως για εκφοβισμό («Ζεύς... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾱσιν», Ομ. Ιλ.)μσν.μέσ. ἐπισείομαι1. κουνώ κάτι2. απομακρύνω, διώχνωαρχ.1. απόλ. (για άγαλμα) παρουσιάζομαι, φαίνομαι απειλητικός2. προκαλώ κάτι, βάζω κάτι μέσα σε κάποιον («φόβους ἐπέσεισε τῇ βουλῇ», Λιβάν.)3. παρακινώ, προτρέπω, ερεθίζω4. (αμτβ.) προσβάλλω, επιτίθεμαι («ἄχρις ἂν οἱ πολέμιοι τοῑς τείχεσι ἐπισείωσι», Διόδ. Σικ.)5. κουνώ κάτι ελαφρά πάνω σε άλλο, χαϊδεύω6. φρ. «ἐπισείω τήν χεῑρα» — κουνώ το χέρι για να δείξω συναίνεση.
Dictionary of Greek. 2013.